Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Το δώρο του Έρωτα


Μερικές φορές εικόνες εισβάλουν ξαφνικά στο μυαλό μου. Αναμνήσεις από τότε που ήμουν κάποια άλλη. Μνήμες από τότε που ζούσα πραγματικά στον έξω κόσμο. Και όλες τις σπάνιες φορές που αυτό συμβαίνει νιώθω την ανάγκη να τις κρατήσω λίγο ακόμη κοντά μου. Για αυτό ζήτησα αυτό το τετράδιο. Για να μπορώ να τις γράφω και να τις διαβάζω όταν πια δεν τις θυμάμαι…

******

Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την μέρα. Ήμασταν ήδη τρεις μέρες στο νησί και αποφασίσαμε την τελευταία μας μέρα εκεί, να την περάσουμε στο δάσος. Όλοι, μας είχαν προτείνει να το επισκεφτούμε. Έλεγαν ότι είναι πολύ ρομαντικό μέρος για ερωτευμένους. Έτσι, πήγαμε. Ξεκινήσαμε να περπατάμε παρατηρώντας τα δέντρα και τις άπειρες χρωματιστές πεταλούδες γύρω μας, ήσυχα και πολιτισμένα όπως μας είχαν υπενθυμίσει στην είσοδο ότι πρέπει να κάνουμε. Όμως ενώ ήμασταν έτοιμοι να ανεβούμε πάνω στην ξύλινη γέφυρα για να περάσουμε πάνω από την γαλαζωπή λίμνη, εκείνος σκόνταψε και λίγο έλειψε να πέσει μέσα στη νερό. Η έκφραση του προσώπου του καθώς προσπαθούσε να βρει από κάπου να πιαστεί για να μην πέσει, ήταν τόσο αστεία που δεν άντεξα και ξέσπασα σε τρανταχτά γέλια.

Ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας τριγύρω για να μας πει να κάνουμε ησυχία όμως εκείνος δεν θα άφηνε την κοροϊδία μου να περάσει έτσι. Με πλησίασε αργά και με βλέμμα ψυχοπαθή δολοφόνου με άρπαξε από το χέρι, με έφερε κοντά του και μου είπε με σοβαρό ύφος «Εσύ γιατί γελάς;»
«Και τι έπρεπε να κάνω; Να κλαίω;» κατάφερα να πω μέσα στα χαχανητά μου «έπρεπε να δεις το ύφος σου» συνέχισα καθώς ακόμη γελούσα.
«Το ύφος μου ε; Κι αν έπεφτα στη λίμνη κυρία χαχανούλα, τι θα έκανες τότε;» με είχε γυρίσει και με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Εκείνες οι άλλες οι εσωτερικές πεταλούδες που εμφανίστηκαν τότε στην κοιλιά μου έκοψαν μαχαίρι τα γέλια μου.
«Τι να έκανα δηλαδή; Θα κολυμπούσες και θα έβγαινες. Σιγά το πράγμα», του είπα. 
«Κι αν με έτρωγαν τα ψάρια; Το ξέρεις ότι έχουνε βρει πιράνχας εδώ μέσα;» είχε σκύψει πιο κοντά στο ύψος μου και ψιθύρισε απαλά στο αυτί μου.
«Μην με κοροιδεύεις! Δεν υπάρχουν πιράνχας εδώ», απάντησα σιγανά, η ανάσα του με είχε αναστατώσει.
«Σε κοροιδεύω ε;» συνέχισε κοιτάζοντας με τώρα στα μάτια.
«Ναι με κοροιδεύεις κύριε βλέμμα-που-σκοτώνει». 

Όση ώρα με είχε πιάσει στην αγκαλιά του, φαίνεται ότι προχωρούσε, αλλά εγώ ήμουν απασχολημένη να σκέφτομαι άλλα πράγματα και το κατάλαβα μόνο όταν η πλάτη μου ακούμπησε στο ξύλινο κάγκελο της γέφυρας. 
«Δηλαδή είσαι σίγουρη ότι αν έπεφτα μέσα στη λίμνη δεν θα με έτρωγαν τα ψάρια;»
«Ναι είμαι σίγουρη».
Πλησίασε το κεφάλι του πιο κοντά στο δικό μου. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Η καυτή ανάσα του γαργαλούσε τα χείλη μου. Έκλεισα τα μάτια μου για να δεχθώ το φιλί που ήξερα ότι ερχόταν όμως με μία στιγμιαία κίνηση του αντί για το φιλί μου γεύθηκα νερό.
Αμέσως κατάλαβα τι είχε κάνει. Το τέρας!
Την υπόλοιπη ώρα, μέχρι να έρθουν να μας μαζέψουν, την περάσαμε κυνηγώντας ο ένας τον άλλο μέσα στο νερό. Ευτυχώς δεν μας έφαγαν τα πιράνχας αλλά μας απαγόρευσαν την είσοδο στην κοιλάδα για όλη την υπόλοιπη διαμονή μας στο νησί γιατί με την φασαρία μας ενοχλούσαμε τις πεταλούδες.

******

«Μωρό μου; Που είσαι;»
Τον  άκουσα να ρωτά με το που μπήκε στο σπίτι. Τα κλειστά φώτα και το έρημο σαλόνι ήξερα ότι ήταν το πρώτο πράγμα που θα τον παραξένευε. Τον άκουσα να ανοίγει το φως και να ακουμπά πάνω στο τραπέζι τον χαρτοφύλακα του. Φαντάστηκα τις κινήσεις του καθώς θα ξεκούμπωνε και θα έβγαζε το σακάκι του, τα χέρια του που λάσκαρε την γραβάτα που φορούσε καθώς θα ισορροπούσε το τηλέφωνο στον ώμο του. Άκουσα τον γδούπο που έκαναν τα παπούτσια του καθώς τα έβγαζε. Έπειτα το κινητό μου άρχισε να χτυπά. Πάνω στην ώρα όπως τα είχα όλα υπολογίσει. 
Άκουσε το κουδούνισμα και κατευθύνθηκε προς την πηγή του ήχου. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και αμέσως μόλις ακούμπησε τον διακόπτη για το φως.

«Έκπληξη!!!!» φωνάξαμε όλοι μαζί. Φίλοι, συγγενείς και γνωστοί άρχισαν να βγαίνουν από τον μικρό μας δωμάτιο όπου ήμασταν όλοι στριμωγμένοι καθώς περιμέναμε να έρθει. Ένας ένας τον αγκάλιασαν και του ευχήθηκαν για τα γενέθλια του. Τελευταία πίσω πίσω αφού όλοι είχαν βγει, έφτασε και η σειρά μου.
«Εσύ μωρό μου δεν θα μου ευχηθείς;» μου είπε αρπάζοντας με στην αγκαλιά του και δίνοντας μου μερικά από εκείνα τα φιλιά του που μου έκοβαν την ανάσα.
Ανάμεσα στα φιλιά μας μου ψιθύρισε απαλά «Αυτό θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά».
Και όντως το πλήρωσα. Όλο το βράδυ που μας απέμεινε αφού έφυγαν οι καλεσμένοι, δεν με άφησε να πάρω ανάσα.

******

Δεν θυμάμαι τίποτα από την ημέρα εκείνη. Όσο κι αν προσπάθησα να φέρω ξανά έστω και ένα κομμάτι της ημέρας στο μυαλό μου δεν μπορώ. Είναι απλά αδύνατο. Οι γιατροί λένε ότι είναι φυσιολογικό. Το σοκ ανάγκασε το μυαλό μου να ξεχάσει. Όμως εγώ φυλώ κάπου μέσα μου εκείνη την μέρα και ξέρω ότι όταν τη χρειαστώ θα επανέλθει. Η μοναδική εικόνα που εμφανίζεται μπροστά μου που και που,  είναι το φιλί που μου έδωσε στο μέτωπο, λίγο πριν φύγει για την δουλειά ενώ εγώ ήμουν ακόμη κοιμισμένη. Αλλά ακόμη κι αυτό έρχεται μόνο στα όνειρα μου. Μετά από λίγο το ξεχνάω.

******

Όταν κατάλαβα ότι υπήρχες, ένα χαμόγελο προσπάθησε να σχηματιστεί στο πρόσωπο μου. Από ότι μου είπαν αργότερα έμοιαζε με ένα αχνό μειδίασμα σαν της Τζοκόντα. Αμέσως, το θεώρησαν σημάδι βελτίωσης της υγείας μου. Όμως λίγο αργότερα, που όπως μου είπαν έκλαιγα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου επι μέρες, ήξεραν ότι τελικά έκαναν λάθος. Μόνο όταν μου είπαν πολλές φορές ότι έτσι μπορεί να σου κάνω κακό κατάφερα να σταματήσω. Όμως δεν ξαναμίλησα σε κανέναν. Τουλάχιστον μέχρι να έρθεις στον κόσμο.

******

Την μέρα εκείνη πόνεσα. Πόνεσα πολύ όταν σε έβγαζαν από μέσα μου. Δεν ήταν οι συνηθισμένοι πόνοι που περνάει κάθε μητέρα την ώρα εκείνη. Ο πόνος, ο δικός μου πόνος ήταν πιο βαθύς. Ήσουν το μοναδικό δικό του κομμάτι που μου είχε απομείνει. Ένιωθα κάθε μέρα την μικρή καρδούλα σου να φτερουγίζει και ένιωθα κάτι σαν χαρά όταν καταλάβαινα τις κινήσεις σου μέσα στο σώμα μου. Ίσως μέσα από εσένα να ήταν κι εκείνος κάπου εκεί κοντά μου. Ίσως, αν είχες τα μάτια του ή έστω ένα μόνο από τα δικά του χαρακτηριστικά, ίσως να μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι υπήρχε ένας λόγος για να ζήσω. Μόνο για να δω εκείνο το μικρό κομμάτι να υπάρχει και να μεγαλώνει στον ίδιο κόσμο (που υπήρχα κι εγώ) με τον δικό μου.
Όταν όμως ήρθε η ώρα να φύγεις από τα σπλάχνα μου δεν μπορούσα να αντέξω αυτή την απώλεια. Ούρλιαζα επι ώρες.

******

Όσο κι αν μου έλεγαν ότι αν προσπαθήσω να γίνω καλά θα έχω την ευκαιρία να σε ξαναδώ, θα έχω την ευκαιρία να σε κρατήσω εγώ ήξερα. Αχ Θεέ μου πόσο το ήξερα… Η ημέρα εκείνη που σε αντίκρισα για πρώτη φορά ήταν ταυτόχρονα και η τελευταία που είδα το πρόσωπο σου.

******

Η κοπέλα έκλεισε το τετράδιο που διάβαζε. Μόλις η διευθύντρια του Πρότυπου Ψυχιατρείου Αθηνών ταυτοποίησε τα στοιχεία που της έδωσε για το ποια είναι, την οδήγησε σε αυτό το δωμάτιο και την άφησε μόνη. Η νοσοκόμα που ήρθε λίγο αργότερα της έδειξε το παλιό τετραδιάκι ακουμπισμένο άτσαλα στο κομοδίνο. Εκείνη αμέσως ξεκίνησε να διαβάζει και να γεμίζει το μυαλό της με τις ανακατεμένες εικόνες που υπήρχαν άτσαλα αποτυπωμένες εκεί. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της με το μανίκι της και κοίταξε δειλά προς το κρεβάτι. Οι ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν ανάμεσα από τα στόρια του μοναδικού παραθύρου έφτιαχναν κόκκινες ανταύγιες πάνω στα μακριά καστανά μαλλιά της κοιμισμένης φιγούρας που κοιμόταν εκεί.

Οι γονείς μου, πάντα μου έλεγαν ότι είμαι καρπός μιας μεγάλης αγάπης. Αυτό όμως που δεν μου έλεγαν ήταν ότι ήμουν καρπός μιας άλλης μεγάλης αγάπης και όχι της δικής τους. Μια αγάπης που είχε άσχημο τέλος. Όλη μου τη ζωή πίστευα ότι είμαι η Ολίβια Άντερσον κόρη της Ντανιέλας και του Όρικ από την Σουηδία. Ένα τυχαίο γεγονός με ανάγκασε να μάθω ότι το όνομα μου είναι Ελπίδα Φωκά και είμαι από την Ελλάδα. Ο πραγματικός μου πατέρας πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ένα ανοιξιάτικο πρωινό καθώς πήγαινε στην δουλειά του. Η μητέρα μου δεν άντεξε αυτή την απώλεια και προσπάθησε να αυτοκτονήσει για να τον ακολουθήσει. Από τότε είναι έγκλειστη σε ένα ήσυχο ψυχιατρείο. Κάπου μέσα σε  αυτό το κτίριο που βρίσκομαι σήμερα, τράβηξα πριν 20 χρόνια την πρώτη μου ανάσα.

Η νοσοκόμα που φροντίζει την μητέρα μου, μου εξήγησε ότι από τότε που με πήραν από κοντά της σπάνια μιλάει. Το μοναδικό πράγμα που επαναλαμβάνει συνέχεια είναι το όνομα μου.

«Ελπίδα;» 

Το όνομα μου βγαλμένο από τα χείλη της γυναίκας που με γέννησε ακούγεται οικείο κι ας μην το έχω ακούσει ποτέ ξανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου